πάγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
|btext=ος, ον :<br />tout en airain.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χαλκός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάγχαλκος -ον [πᾶς, χαλκός] geheel van brons.
}}
{{elru
|elrutext='''πάγχαλκος:''' Hom., Trag. = [[παγχάλκεος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάγχαλκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
|lsmtext='''πάγχαλκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάγχαλκος:''' Hom., Trag. = [[παγχάλκεος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάγχαλκος -ον [πᾶς, χαλκός] geheel van brons.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχαλκος Medium diacritics: πάγχαλκος Low diacritics: πάγχαλκος Capitals: ΠΑΓΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pánchalkos Transliteration B: panchalkos Transliteration C: pagchalkos Beta Code: pa/gxalkos

English (LSJ)

ον, = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.

German (Pape)

[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχαλκος -ον [πᾶς, χαλκός] geheel van brons.

Russian (Dvoretsky)

πάγχαλκος: Hom., Trag. = παγχάλκεος.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.

Greek Monolingual

πάγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος
2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» — χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χαλκός.

Greek Monotonic

πάγχαλκος: -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.