Φωκεύς: Difference between revisions
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>pl. épq.</i> ῆες, <i>att.</i> ῆς, <i>ion.</i> έες;<br />habitant de la Phocide, Phocidien <i>ou</i> Phocéen.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Φωκίς]]. | |btext=έως (ὁ) :<br /><i>pl. épq.</i> ῆες, <i>att.</i> ῆς, <i>ion.</i> έες;<br />habitant de la Phocide, Phocidien <i>ou</i> Phocéen.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Φωκίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Φωκεύς:''' έως, дор. έος ὁ уроженец или житель Фокиды, фокиец Soph., Thuc., Xen., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Φωκεύς:''' -έως, ὁ, [[κάτοικος]] της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ. (σε Επικ. γεν. πληθ. <i>Φωκήων</i>), ονομ. πληθ. [[Φωκέες]], σε Ηρόδ.· <i>Φωκεῖς</i>, σε Θουκ.· [[Φωκῆς]], σε Σοφ., γεν. <i>Φωκέων</i>, σε Αισχύλ. <b>II. [[Φωκίς]]</b> (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ὁ</i>, [[Φωκίδα]], πάνω στον Κορινθιακό [[κόλπο]], δυτικά της Βοιωτίας, σε Ξεν.· ως επίθ., σε Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> επίθ. [[Φωκικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, προερχόμενος από τη [[Φωκίδα]], σε Δημ. | |lsmtext='''Φωκεύς:''' -έως, ὁ, [[κάτοικος]] της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ. (σε Επικ. γεν. πληθ. <i>Φωκήων</i>), ονομ. πληθ. [[Φωκέες]], σε Ηρόδ.· <i>Φωκεῖς</i>, σε Θουκ.· [[Φωκῆς]], σε Σοφ., γεν. <i>Φωκέων</i>, σε Αισχύλ. <b>II. [[Φωκίς]]</b> (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ὁ</i>, [[Φωκίδα]], πάνω στον Κορινθιακό [[κόλπο]], δυτικά της Βοιωτίας, σε Ξεν.· ως επίθ., σε Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> επίθ. [[Φωκικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, προερχόμενος από τη [[Φωκίδα]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Φωκεύς]], έως, ὁ,<br />a Phocian, Il. (in epic gen. pl. Φωκήων), nom. pl. [[Φωκέες]] Hdt., Φωκεῖς Thuc., [[Φωκῆς]] Soph., gen. Φωκέων Aesch. | |mdlsjtxt=[[Φωκεύς]], έως, ὁ,<br />a Phocian, Il. (in epic gen. pl. Φωκήων), nom. pl. [[Φωκέες]] Hdt., Φωκεῖς Thuc., [[Φωκῆς]] Soph., gen. Φωκέων Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, A Phocian, Ep. gen. pl. Φωκήων Il.2.517, al.; nom. pl. Φωκέες Hdt.1.146, Φωκῆς S.El.1107, 1442, Th.2.9; gen. Φωκέων A.Pers.485, etc. II Φωκίς (sc. γῆ), ίδος, ἡ, Phocis, X.HG3.5.4, etc.; as adjective, Phocian, γῆ, χθών, S.OT733, E.IA261 (lyr.); ὁδός Id.Ph.38; γλῶσσα A.Ch.564. III Adj. Φωκικός, ή, όν, Phocian, πόλεμος D.2.7, etc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pl. épq. ῆες, att. ῆς, ion. έες;
habitant de la Phocide, Phocidien ou Phocéen.
Étymologie: DELG Φωκίς.
Russian (Dvoretsky)
Φωκεύς: έως, дор. έος ὁ уроженец или житель Фокиды, фокиец Soph., Thuc., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Φωκεύς: έως, ὁ, κάτοικος Φωκίδος, Ἰλ. Β. 517 (ἐν τῇ Ἐπικ. γεν. πληθ. Φωκήων), κ. ἀλλ.· ὀνομ. πληθ. Φωκέες Ἡρόδοτ. 1. 146, Φωκεῖς Θουκ. 1. 107, Φωκῆς Σοφ. Ἠλ. 1107, 1442, γεν. Φωκέων Αἰσχύλ. Πέρσ. 485, κλπ. ΙΙ. Φωκὶς (ἐξυπακ. γῆ), ἡ, χώρα ἐπὶ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου πρὸς δυσμὰς τῆς Βοιωτίας, Ξεν., κλπ.· ὡς ἐπίθετ., Φωκική, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 733, χθὼν Φ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 261· ὁδὸς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 38 γλῶσσα Αἰσχύλ. Χο. 564. ΙΙΙ. Ἐπίθ. Φωκικός, ή, όν, Δημ. 20. 4. κλπ.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ
ο κάτοικος της Φωκίδας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από τη Φωκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φωκ-ίς, -ίδος + κατάλ. -εύς (πρβλ. δωρι-εύς)].
Greek Monotonic
Φωκεύς: -έως, ὁ, κάτοικος της Φωκίδας, σε Ομήρ. Ιλ. (σε Επικ. γεν. πληθ. Φωκήων), ονομ. πληθ. Φωκέες, σε Ηρόδ.· Φωκεῖς, σε Θουκ.· Φωκῆς, σε Σοφ., γεν. Φωκέων, σε Αισχύλ. II. Φωκίς (ενν. γῆ), ὁ, Φωκίδα, πάνω στον Κορινθιακό κόλπο, δυτικά της Βοιωτίας, σε Ξεν.· ως επίθ., σε Τραγ.
III. επίθ. Φωκικός, -ή, -όν, προερχόμενος από τη Φωκίδα, σε Δημ.
Middle Liddell
Φωκεύς, έως, ὁ,
a Phocian, Il. (in epic gen. pl. Φωκήων), nom. pl. Φωκέες Hdt., Φωκεῖς Thuc., Φωκῆς Soph., gen. Φωκέων Aesch.