αἴσθημα: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />sentiment (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />sentiment (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἴσθημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[чувство]], [[чувственное восприятие]]: τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ αἰσθήματα Arst. чувственно постигаемые свойства и чувственные восприятия;<br /><b class="num">2)</b> [[чувствование]], [[ощущение]], [[понимание]]: αἴ. τοι [[κἀν]] νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. даже детям свойственно чувствовать несчастья. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἴσθημα:''' -ατος, τό, [[αντίληψη]], [[κατανόηση]] ενός πράγματος· <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''αἴσθημα:''' -ατος, τό, [[αντίληψη]], [[κατανόηση]] ενός πράγματος· <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A object of sensation, Arist. APo.99b37, Metaph.1010b32, Plot.4.3.25 and 29; τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13, etc. II sense or perception of a thing, κακῶν E.IA1243.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 atisbo, percepción αἴσθημά τοι κἀν νηπίοις τῶν κακῶν ἐγγίγνεται E.IA 1243.
2 sensación, sensación concreta, sensación como contenido op. la esfera mental τὰ φαντάσματα ὥσπερ αἰσθήματά ἐστι πλὴν ἄνευ ὕλης Arist.de An.432a9, τὸ αὐτὸ τῶν αἰσθημάτων δεῖ τίθεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῶν νοημάτων Plot.4.3.25
•op. τὰ αἰσθητά las cualidades sensibles Arist.Metaph.1010b32, 1063b4, ἐνούσης δ' αἰσθήσεως τοῖς μὲν τῶν ζῴων ἐγγίγνεται μονὴ τοῦ αἰσθήματος, τοῖς δ' οὐκ ἐγγίγνεται Arist.APo.99b37, en sent. despect. ο ἷς τὸ νο[εῖ] ν γέγονεν αἰσθ[ή] μασι μόνοις Phld.D.1.13.39.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sentiment (de qch).
Étymologie: αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
αἴσθημα: ατος τό
1) чувство, чувственное восприятие: τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ αἰσθήματα Arst. чувственно постигаемые свойства и чувственные восприятия;
2) чувствование, ощущение, понимание: αἴ. τοι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. даже детям свойственно чувствовать несчастья.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσθημα: -ατος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ ἀντίληψις ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. ἀντίληψις ἢ κατανόησις πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.
Greek Monotonic
αἴσθημα: -ατος, τό, αντίληψη, κατανόηση ενός πράγματος· κακῶν, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from αἰσθάνομαι
perception of a thing, κακῶν Eur.