αὐτοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout de fer.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[σίδηρος]].
|btext=ος, ον :<br />tout de fer.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[σίδηρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοσίδηρος:''' [[весь из железа]]: [[ἅμιλλα]] αὐ. Eur. удар железом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ.
|lsmtext='''αὐτοσίδηρος:''' [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το [[χτύπημα]] του ξίφους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοσίδηρος:''' [[весь из железа]]: [[ἅμιλλα]] αὐ. Eur. удар железом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />of [[sheer]] [[iron]], with [[stroke]] of [[sword]], Eur.
|mdlsjtxt=<br />of [[sheer]] [[iron]], with [[stroke]] of [[sword]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσίδηρος Medium diacritics: αὐτοσίδηρος Low diacritics: αυτοσίδηρος Capitals: ΑΥΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: autosídēros Transliteration B: autosidēros Transliteration C: aftosidiros Beta Code: au)tosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], Dor. -ᾱρος,, ον, of sheeriron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσίδηρος: весь из железа: ἅμιλλα αὐ. Eur. удар железом.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.

Greek Monolingual

αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).

Greek Monotonic

αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.

Middle Liddell


of sheer iron, with stroke of sword, Eur.