γίννος: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γῖνος <i>IG</i> 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)<br />[[mulo enano]] o [[caballería de poca alzada]] Arist.<i>GA</i> 747<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>35, <i>HA</i> 577<sup>b</sup>25, cf. <i>IG</i> [[l.c.]], Plin.<i>HN</i> 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.<i>in GA</i> 129.21.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γῖνος <i>IG</i> 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)<br />[[mulo enano]] o [[caballería de poca alzada]] Arist.<i>GA</i> 747<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>35, <i>HA</i> 577<sup>b</sup>25, cf. <i>IG</i> [[l.c.]], Plin.<i>HN</i> 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.<i>in GA</i> 129.21.
}}
{{elru
|elrutext='''γίννος:''' ὁ, [[varia lectio|v.l.]] [[γῖννος]], γιννός, γῖνος, [[ἵννος]], [[ἴννος]] и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ [[ἡμίονος]] [[ἀνάπηρος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''γίννος:''' ὁ, [[varia lectio|v.l.]] [[γῖννος]], γιννός, γῖνος, [[ἵννος]], [[ἴννος]] и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ [[ἡμίονος]] [[ἀνάπηρος]] Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γίννος Medium diacritics: γίννος Low diacritics: γίννος Capitals: ΓΙΝΝΟΣ
Transliteration A: gínnos Transliteration B: ginnos Transliteration C: ginnos Beta Code: gi/nnos

English (LSJ)

or γιννός, ὁ, alleged offspring of mare by mule, Arist.HA 577b25, cf. GA748b34; small mule, Str.4.6.2; hinny, Hsch.; γῖνος IG12(1).677.23 (Ialysus).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γῖνος IG 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)
mulo enano o caballería de poca alzada Arist.GA 747b25
por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.GA 748b35, HA 577b25, cf. IG l.c., Plin.HN 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.in GA 129.21.

Russian (Dvoretsky)

γίννος: ὁ, v.l. γῖννος, γιννός, γῖνος, ἵννος, ἴννος и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ ἡμίονος ἀνάπηρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γίννος: ὁ, ἀνάπηρος, ἀτελὴς ἡμίονος, μικρὸς ἡμίονος (ὀρεύς), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. μέρος 3. σ. 9), ὅπερ δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ ἴννος ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.

Greek Monolingual

και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου
αρχ.
1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου
2. μικρόσωμος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. ίννος, ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια σχέση με το ρ. γίγνομαι / γίνομαι.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: offspring of a mare by a mule (Arist.)
Other forms: also γινος (Ialysos). The accent. γίννος, γιννός and γῖνος is given: LSJ + Supp. Also ἰννός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. See DELG. The forms without γ- or with υ may well be late. But hardly from γίγνομαι. Prob. a Pre-Greek word. Cf. ὄνιννος.

Frisk Etymology German

γίννος: {gínnos}
Grammar: m.
Meaning: Bez. des Maulesels (Arist., Str., H.), auch γινος (Ialysos).
Etymology: Fremdwort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu ὄνιννος.
Page 1,309