δίσημος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0642.png Seite 642]] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0642.png Seite 642]] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίσημος:''' стих. (лат. [[anceps]]) имеющий обоюдное количество (sc. [[συλλαβή]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος<br /><b>2.</b> [[δίχρονος]], αυτός που επιδέχεται δύο [[σημεία]], το μακρό [—] ή το βραχύ [[υ]]<br /><b>3.</b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσημος]] [[πους]]» — ρυθμική [[μονάδα]] της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίσημο</i><br />[[ναυτικό]] [[σήμα]] με δύο σημαίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος<br /><b>2.</b> [[δίχρονος]], αυτός που επιδέχεται δύο [[σημεία]], το μακρό [—] ή το βραχύ [[υ]]<br /><b>3.</b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσημος]] [[πους]]» — ρυθμική [[μονάδα]] της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίσημο</i><br />[[ναυτικό]] [[σήμα]] με δύο σημαίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, A of two times, πούς Aristid.Quint.1.14 (but in Music, of four times, acc. to Elias in Cat.189.9). II of doubtful quantity, Sch.D.T.p.38H. III in Rhythm, of two time-units, χρόνος, μέγεθος, Aristox.Rhyth.2.10,31, cf. Aristid.Quint.1.14. IV of a garment, with double border, PTeb.406.17 (iii A. D.), POxy.1051.5 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1métr. de dos tiempos πούς Aristox.Rhyth.20, Aristid.Quint.33.15
•pero en mús. de cuatro tiempos, Elias in Cat.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo Aristox.Fr.Neap.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, Gramm.Pap. en JHS 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.
2 gram. con dos sentidos, de significado doble ἡ λέξις Sch.Od.9.106.
II con ribete doble de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον PTeb.406.17 (III d.C.), cf. PRoss.Georg.2.25.12 (II d.C.), POxy.1051.5 (III d.C.), πλόκος PMich.238.77 (I d.C.) en BL 3.115.
German (Pape)
[Seite 642] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4.
Russian (Dvoretsky)
δίσημος: стих. (лат. anceps) имеющий обоюдное количество (sc. συλλαβή).
Greek (Liddell-Scott)
δίσημος: -ον, ἀμφιβόλου ποσότητος, ποτὲ μὲν μακρός, ποτὲ δὲ βραχύς, δίχρονος, Λατ. anceps, Α. Β. 801.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίσημος, -ον)
1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος
2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [—] ή το βραχύ υ
3. μσν.-νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» — ρυθμική μονάδα της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά σημεία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίσημο
ναυτικό σήμα με δύο σημαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -σημος < σήμα].