γλυκύμαλον: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gluku/malon
|Beta Code=gluku/malon
|Definition=''Aeolic and Doric'' for [[γλυκύμηλον]].
|Definition=''Aeolic and Doric'' for [[γλυκύμηλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλυκύμᾱλον:''' τό дор. сладкий сорт яблок [[Sappho]]: [[φίλον]] γ. - [[varia lectio|v.l.]] [[μελίμαλον]] (обращение) Theocr. сокровище мое.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλυκύμᾱλον:''' τό дор. сладкий сорт яблок [[Sappho]]: [[φίλον]] γ. - [[varia lectio|v.l.]] [[μελίμαλον]] (обращение) Theocr. сокровище мое.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[sweet]]-[[apple]], as a [[term]] of endearment, Theocr.
|mdlsjtxt=<br />[[sweet]]-[[apple]], as a [[term]] of endearment, Theocr.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυκύμαλον Medium diacritics: γλυκύμαλον Low diacritics: γλυκύμαλον Capitals: ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
Transliteration A: glykýmalon Transliteration B: glykymalon Transliteration C: glykymalon Beta Code: gluku/malon

English (LSJ)

Aeolic and Doric for γλυκύμηλον.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v.l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Greek Monolingual

το
βλ. γλυκόμηλο.

Greek Monotonic

γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


sweet-apple, as a term of endearment, Theocr.