δορίπαλτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui brandit la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui brandit la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δορίπαλτος:''' [[потрясающий копьем]] ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το [[δόρυ]], <i>ἐκ χερὸς δοριπάλτου</i>, δηλ. στο δεξί [[χέρι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορίπαλτος:''' -ον ([[πάλλω]]), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το [[δόρυ]], <i>ἐκ χερὸς δοριπάλτου</i>, δηλ. στο δεξί [[χέρι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίπαλτος:''' [[потрясающий копьем]] ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-παλτος, ον <i>adj</i> [[πάλλω]]<br />wielding the [[spear]], ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the [[right]] [[hand]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[δορί]]-παλτος, ον <i>adj</i> [[πάλλω]]<br />wielding the [[spear]], ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the [[right]] [[hand]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπαλτος Medium diacritics: δορίπαλτος Low diacritics: δορίπαλτος Capitals: ΔΟΡΙΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: dorípaltos Transliteration B: doripaltos Transliteration C: doripaltos Beta Code: dori/paltos

English (LSJ)

ον, (πάλλω) wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου on the right hand, A.Ag.117 (lyr., δορυ- cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 658] speerschwingend, χείρ, d. i. die rechte Hand, Aesch. Ag. 116, wo die besseren mss. δορύπαλτος haben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui brandit la lance.
Étymologie: δόρυ, πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

δορίπαλτος: потрясающий копьем (χείρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ πάλλων, σείων τὸ δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, ἐκ δεξιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117.

Greek Monolingual

δορίπαλτος, -ον (Α)
«δορίπαλτος χείρ» — το δεξί χέρι, αυτό που πάλλει το δόρυ.

Greek Monotonic

δορίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλει, σείει, κουνά το δόρυ, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, δηλ. στο δεξί χέρι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-παλτος, ον adj πάλλω
wielding the spear, ἐκ χερὸς δοριπάλτου, i. e. on the right hand, Aesch.