δορίκρανος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à tête de lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κράνος]].
|btext=ος, ον :<br />à tête de lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κράνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δορίκρᾱνος:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[δορύκρανος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίκρᾱνος:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[δορύκρανος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-κρᾱνος, ον <i>adj</i> [[κάρα]]<br />[[spear]]-headed, Aesch.
|mdlsjtxt=[[δορί]]-κρᾱνος, ον <i>adj</i> [[κάρα]]<br />[[spear]]-headed, Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκρᾱνος Medium diacritics: δορίκρανος Low diacritics: δορίκρανος Capitals: ΔΟΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: doríkranos Transliteration B: dorikranos Transliteration C: dorikranos Beta Code: dori/kranos

English (LSJ)

ον, spearheaded, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.

Russian (Dvoretsky)

δορίκρᾱνος: v.l. = δορύκρανος.

Greek (Liddell-Scott)

δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.

Greek Monolingual

δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.

Greek Monotonic

δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-κρᾱνος, ον adj κάρα
spear-headed, Aesch.