δυσθήρατος: Difference between revisions

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à capturer, à prendre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à saisir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θηράω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à capturer, à prendre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à saisir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θηράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθήρᾱτος:''' [[с трудом уловимый]] (ὁ [[κίγκλος]] Arst.; τοῖς ὅπλοις, перен. τὸ [[ἀληθές]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσθήρᾱτος:''' [[с трудом уловимый]] (ὁ [[κίγκλος]] Arst.; τοῖς ὅπλοις, перен. τὸ [[ἀληθές]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]θήρᾱτος, ον [[θηράω]]<br />[[hard]] to [[catch]], Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]θήρᾱτος, ον [[θηράω]]<br />[[hard]] to [[catch]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθήρᾱτος Medium diacritics: δυσθήρατος Low diacritics: δυσθήρατος Capitals: ΔΥΣΘΗΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dysthḗratos Transliteration B: dysthēratos Transliteration C: dysthiratos Beta Code: dusqh/ratos

English (LSJ)

ον, hard to catch, Arist.HA615a22, Plu.Pomp.38: metaph., τὸ δ. [τῆς φιλοσοφίας] Ph.1.234; δ. τἀληθές Plu.Per.13, cf. Ph.2.217, al.

Spanish (DGE)

(δυσθήρᾱτος) -ον
• Alolema(s): δυσθήρητος Sch.Opp.C.1.513
1 difícil de cazar κίγκλος Arist.HA 615a22, κόσσυφοι Arist.Mir.831b17, τάρανδος Arist.Mir.832b11, Ph.1.384, ἰουλίς Hermipp.Hist.55, glos. a ἀθήρητος Sch.Opp.l.c.
metáf. de pers. ἑώρα Μιθριδάτην δυσθήρατον ὄντα τοῖς ὅπλοις Plu.Pomp.38, γυνή Aristaenet.1.17.26, cf. Longus 2.5.2.
2 fig. difícil de descubrir, de alcanzar o de captar ἐχθρός Ph.1.459, cf. 2.201, de Dios, Ph.1.570, Clem.Al.Strom.2.2.5, ἡ παρακμή τοῦ παντὸς νοσήματος Aët.5.19, cf. Gal.9.667, ἡ ἀλήθεια Plu.2.17d, cf. Ph.1.508, Plu.Per.13, Iambl.Protr.21, Basil.Spir.2.17, ἡ ἀρετή Didym.Gen.104.6
difícil de entender αἰτία Plu.2.680f, σοφία Clem.Al.Strom.5.4.23, ὀλίγα ... τῆς φιλοσοφίας ἀμυδρά τε καὶ δυσθήρατα de la filosofía de Pitágoras, Porph.VP 58, cf. Iambl.VP 252, ἡ διαφορά Them.in de An.92.13, δ. τῆς λέξεως ταύτης ὁ νοῦς Basil.M.31.385D, cf. Vett.Val.260.12, Gr.Nyss.Eun.1.243
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de entender Didym.in Eccl.231.6.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu jagen, zu fangen; Arist. H. A. 9, 12; Plut. Pomp. 38; überte., τὸ ἀληθές, Pericl. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à capturer, à prendre;
2 fig. difficile à saisir.
Étymologie: δυσ-, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

δυσθήρᾱτος: с трудом уловимый (ὁ κίγκλος Arst.; τοῖς ὅπλοις, перен. τὸ ἀληθές Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσθήρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θηρεύσῃ ἢ συλλάβῃ τις, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., δ. τἀληθὲς Πλούτ. Περικλ. 13.

Greek Monolingual

δυσθήρατος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι δύσκολο να συλληφθεί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσθήρατον
η ιδιότητα του δυσθήρατου.

Greek Monotonic

δυσθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που δύσκολα θηρεύεται, πιάνεται, συλλαμβάνεται, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-θήρᾱτος, ον θηράω
hard to catch, Plut.