δοξαστής: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von [[ἐπιστήμων]], Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες [[πότερος]] εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von [[ἐπιστήμων]], Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες [[πότερος]] εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξαστής:''' οῦ ὁ предполагающий, имеющий мнение: [[ἐπιστήμων]] γεγονὼς οὗ [[πρότερον]] ἦν δ. Plat. получив (подлинное) знание о том, о чем раньше имел лишь предположение.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM [[δοξαστής]], Α και δοξαστήρ)<br />[[υμνητής]], [[εγκωμιαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δημιουργεί τη [[δόξα]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάποια [[δοξασία]], [[εικασία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>δοξασταί</i><br />οι δικαστές.
|mltxt=ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM [[δοξαστής]], Α και δοξαστήρ)<br />[[υμνητής]], [[εγκωμιαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δημιουργεί τη [[δόξα]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάποια [[δοξασία]], [[εικασία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>δοξασταί</i><br />οι δικαστές.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξαστής:''' οῦ ὁ предполагающий, имеющий мнение: [[ἐπιστήμων]] γεγονὼς οὗ [[πρότερον]] ἦν δ. Plat. получив (подлинное) знание о том, о чем раньше имел лишь предположение.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[one who guesses]]
|woodrun=[[one who guesses]]
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξαστής Medium diacritics: δοξαστής Low diacritics: δοξαστής Capitals: ΔΟΞΑΣΤΗΣ
Transliteration A: doxastḗs Transliteration B: doxastēs Transliteration C: doksastis Beta Code: docasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who forms opinions or conjectures, opp. κριτής, Antipho 5.94, cf. S.E.M.7.157; opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht. 208e. II δοξασταί· δικασταί, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que se forma una opinión op. ἐπιστήμων: αὐτοῦ ἐπιστήμων γεγονὼς ἔσται οὗ πρότερον ἦν δ. Pl.Tht.208e, op. κριτής: νῦν μὲν δοξασταί, τότε δὲ κριταὶ τῶν ἀληθῶν Antipho 5.94, cf. Antisth.53.8, Hsch.

German (Pape)

[Seite 657] ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von ἐπιστήμων, Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες πότερος εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.

Russian (Dvoretsky)

δοξαστής: οῦ ὁ предполагающий, имеющий мнение: ἐπιστήμων γεγονὼς οὗ πρότερον ἦν δ. Plat. получив (подлинное) знание о том, о чем раньше имел лишь предположение.

Greek (Liddell-Scott)

δοξαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων γνώμην, εἰκασίαν, εἰκάζων, ἀντίθ. κριτής, Ἀντιφῶν 140. 38· ἀντίθ. ἐπιστήμων. Πλάτ. Θεαιτ. 208Ε.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ)
υμνητής, εγκωμιαστής
νεοελλ.
αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου
αρχ.
1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία
2. πληθ. δοξασταί
οι δικαστές.

English (Woodhouse)

one who guesses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)