δυσπόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πορίζω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πορίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπόριστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с трудом добываемый]] (δ. καὶ [[σπάνιος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[натянутый]], [[вымученный]] (λήμματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπόριστος:''' -ον ([[πορίζω]]), αυτός που αποκτιέται με [[πολύ]] κόπο· <i>τὸ δ</i>., [[δυσκολία]] απόκτησης, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπόριστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с трудом добываемый]] (δ. καὶ [[σπάνιος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[натянутый]], [[вымученный]] (λήμματα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πόριστος, ον [[πορίζω]]<br />gotten with [[much]] [[labour]]: τὸ δ. [[difficulty]] of getting, Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πόριστος, ον [[πορίζω]]<br />gotten with [[much]] [[labour]]: τὸ δ. [[difficulty]] of getting, Plut.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόριστος Medium diacritics: δυσπόριστος Low diacritics: δυσπόριστος Capitals: ΔΥΣΠΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyspóristos Transliteration B: dysporistos Transliteration C: dysporistos Beta Code: duspo/ristos

English (LSJ)

ον, hard to come by or procure, opp. εὐπ., Epicur. Ep.3p.63U., cf. Phld.Herc.1251.12, D.H.1.37, D.Chr.7.152, Muson. Fr.18A p.94 H., Plu.2.156f; σχήματα Alex.Fig.1.1; δ. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν J.AJ19.2.5; τὸ δ. difficulty of getting, τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas difícil de adquirir o conseguir, escaso de materiales de construcción, D.H.1.37, τροφή Corn.ND 28, Muson.18A (p.112), Ast.Am.Hom.9.9.3, de manjares, Plu.2.125a, de plantas medicinales, Gal.13.638, Paul.Aeg.3.78.24, c. dat. τὸ νέκταρ αὐτῷ δυσπόριστον Plu.2.156f, δ. ψηφίς piedra preciosa difícil de encontrar Soz.HE proem.2
de abstr. difícil de lograr o conseguir en la ética epicúrea τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι, τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον Epicur.Ep.[4] 130, cf. Luc.Cyn.8, Clem.Al.Strom.4.23.149, στερήσε[ις] ἐνίων ὡς δυσπορίστων privaciones de algunas cosas por ser difíciles de conseguir Phld.Elect.12.10, cf. Epicur.Sent.[5] 26, Diog.Oen.NF 131.6
gener. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν I.AI 19.210, τὸ τῶν ἡδονῶν εἶδος D.Chr.7.152, τὰ δ' (ζητούμενα) ὑπὸ τῆς ψυχῆς ... δυσπόριστα Diog.Oen.2.2.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de conseguir, escasez c. gen. τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23, Porph.Abst.2.13.
2 fig. difícil de captar λήμματα Plu.Lys.25, c. dat. τῷ πλήθει δ. ... σχήματα Alex.Fig.1.1.
II adv. -ως con dificultades para conseguir fig. δ. ἔχειν περὶ τὴν τῶν ἐξαιρέτων ἀπόδειξιν Pall.V.Chrys.1.55, cf. Eust.Pind.4.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu verschaffen, D. Hal. 1, 37 u. Sp.; τὸ δ., die Schwierigkeit etwas anzuschaffen, Plut. Sol. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.
Étymologie: δυσ-, πορίζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπόριστος:
1) с трудом добываемый (δ. καὶ σπάνιος Plut.);
2) натянутый, вымученный (λήμματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόριστος: -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., δυσκολία περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.

Greek Monolingual

δυσπόριστος, -ον (Α)
1. δύσπορος
2. δύσκολος.

Greek Monotonic

δυσπόριστος: -ον (πορίζω), αυτός που αποκτιέται με πολύ κόπο· τὸ δ., δυσκολία απόκτησης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-πόριστος, ον πορίζω
gotten with much labour: τὸ δ. difficulty of getting, Plut.