δολιχόσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui projette son ombre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[σκιά]].
|btext=ος, ον :<br />qui projette son ombre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[σκιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόσκιος:''' [[отбрасывающий длинную тень]] ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόσκιος:''' [[отбрасывающий длинную тень]] ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχόσκῐος Medium diacritics: δολιχόσκιος Low diacritics: δολιχόσκιος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΣΚΙΟΣ
Transliteration A: dolichóskios Transliteration B: dolichoskios Transliteration C: dolichoskios Beta Code: dolixo/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά) casting a long shadow, Homeric epithet of ἔγχος, Il.3.346, etc.: in later Ep. as a general epithet, long, οὐρή Opp.C.1.411; αὐχήν Nonn.D.12.181; far-reaching, ἰός Id.2.612, etc.

Spanish (DGE)

(δολῐχόσκιος) -ον
1 que proyecta una larga sombra epít. ép. de ἔγχος Il.6.126, cf. 3.346, 355, 5.280, 7.244, Od.22.97, Blemyom.1
en ép. posterior, simpl. largo οὐρή de la cola del perro de caza, Opp.C.1.411, de la del tigre, Opp.C.3.350, αὐχήν de Ampelo, amante de Dioniso transformado en viña, Nonn.D.12.181.
2 de largo alcance δρακοντείης δ. ἰὸς ἐθείρης el veneno de largo alcance de tu cabellera serpentina de Tifón, Nonn.D.2.612, ῥόδου δ. ὀδμή Nonn.D.11.499.

German (Pape)

[Seite 655] lang; von ὄσχος, entstanden aus δολιχόσχιος, oder von σκιά, so daß es eigentl. = langschattig wäre. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 3 (lückenhaft) Δολιχόσκιον· ἤτοι μακρὰν σκιὰν ἔχον, ἐξ οὗ τὸ μέγα δηλοῦται. Bei Homer oft δολιχόσκιον ἔγχος accusat. Versende: Iliad. 3, 346. 355. 5, 15. 280. 6, 44. 7, 213 244. 249. 11, 349. 13, 509. 17, 516. 20, 262. 273. 21, 139. 22, 273. 289. 23, 798. 884 Odyss. 19, 438. 22, 95. 24, 519. 522; δολιχόσκιον ἔγχος nominat. Versende Iliad. 5, 616. 16, 801; δολιχόσκιον ἔγχος accusat. mitten im Verse Iliad. 6, 126; μή τις Ἀχαιῶν

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui projette son ombre au loin.
Étymologie: δολιχός, σκιά.

Russian (Dvoretsky)

δολιχόσκιος: отбрасывающий длинную тень (ἔγχος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχόσκῐος: -ον, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ ἔγχος, Ἰλ. Γ. 346. κτλ.· ἀντὶ τοῦ δολιχόσχιος (ὄσχος), ἔχον μακρὸν ξύλον (κοντάρι), πιθανώτερον εἶνε τὸ δολιχόσκιος (σκιά). ἔγχος, τὸ ῥῖπτον μακρὰν σκιάν· - παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γενικ. = μακρός, οὐρὴ Ὀππ. Κ. 1. 411· ἰὸς Νόνν. Δ. 2. 612, κτλ.

English (Autenrieth)

(σκιή): long-shadowy, casting a long shadow, epithet of the lance.

Greek Monolingual

δολιχόσκιος, -ον (Α)
1. φρ. «δολιχόσκιον ἔγχος» Όμ.
που ρίχνει μακριά σκιά
2. μακρύςδολιχόσκιος οὐρή», «δολιχόσκιος ἰός»).

Greek Monotonic

δολῐχόσκιος: -ον (δολιχός, σκία), επίθ. του ἔγχος, αυτός που ρίχνει μακριά σκιά, μακρύ ίσκιο· ή αντί δολιχόσχιος (ὄσχος), αυτός που έχει μακρύ κοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δολῐχό-σκιος, ον adj δολιχός, σκία or ὄσχος
epithet of ἔγχος, casting a long shadow; or for δολιχ-όσχιος (ὄσχοσ) long-shafted, Il.

Frisk Etymology German

δολιχόσκιος: {dolikhóskios}
See also: s. δολιχός.
Page 1,407