εὐμέλανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'encre, qui a de l'encre bien noire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'encre, qui a de l'encre bien noire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' [[полный чернил]] ([[βροχίς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' [[полный чернил]] ([[βροχίς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-μέλᾰνος, ον [[μέλας]]<br />well-blackened, inky, Anth.
|mdlsjtxt=εὐ-μέλᾰνος, ον [[μέλας]]<br />well-blackened, inky, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:12, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμέλᾰνος Medium diacritics: εὐμέλανος Low diacritics: ευμέλανος Capitals: ΕΥΜΕΛΑΝΟΣ
Transliteration A: eumélanos Transliteration B: eumelanos Transliteration C: evmelanos Beta Code: eu)me/lanos

English (LSJ)

ον, well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'encre, qui a de l'encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.

Russian (Dvoretsky)

εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.

Greek Monotonic

εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.