εὐπαρόρμητος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à exciter, à émouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παρορμάω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à exciter, à émouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παρορμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαρόρμητος:''' [[легко возбуждающийся]], [[раздражительный]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαρόρμητος:''' -ον ([[παρορμάω]]), αυτός που εξάπτεται εύκολα, [[παρορμητικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐπαρόρμητος:''' -ον ([[παρορμάω]]), αυτός που εξάπτεται εύκολα, [[παρορμητικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαρόρμητος:''' [[легко возбуждающийся]], [[раздражительный]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-παρόρμητος, ον [[παρορμάω]]<br />[[easily]] [[excited]], Arist.
|mdlsjtxt=εὐ-παρόρμητος, ον [[παρορμάω]]<br />[[easily]] [[excited]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρόρμητος Medium diacritics: εὐπαρόρμητος Low diacritics: ευπαρόρμητος Capitals: ΕΥΠΑΡΟΡΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euparórmētos Transliteration B: euparormētos Transliteration C: efparormitos Beta Code: eu)paro/rmhtos

English (LSJ)

ον, easily excited, πρός τινας Arist. Rh.1379a17.

German (Pape)

[Seite 1087] leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à exciter, à émouvoir.
Étymologie: εὖ, παρορμάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαρόρμητος: легко возбуждающийся, раздражительный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρόρμητος: -ον, εὐκόλως παρορμώμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 10.

Greek Monolingual

εὐπαρόρμητος, -ον (Α)
αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ορμώ (πρβλ. α-παρ-όρμητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρόρμητος: -ον (παρορμάω), αυτός που εξάπτεται εύκολα, παρορμητικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὐ-παρόρμητος, ον παρορμάω
easily excited, Arist.