εὐμενέτης: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienveillant, ami.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμενής]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienveillant, ami.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμενής]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμενέτης:''' ου adj. Hom. = [[εὐμενής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμενέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. αντί [[εὐμενής]], [[ειλικρινής]] [[φίλος]], [[οπαδός]], [[καλοθελητής]], <i>εὐμενέτῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εὐμενέτης:''' -ου, ὁ, Επικ. αντί [[εὐμενής]], [[ειλικρινής]] [[φίλος]], [[οπαδός]], [[καλοθελητής]], <i>εὐμενέτῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμενέτης:''' ου adj. Hom. = [[εὐμενής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐμενέτης]], ου, [epic for [[εὐμενής]],]<br />a well-wisher, εὐμενέτῃσι (epic dat. pl.) Od.
|mdlsjtxt=[[εὐμενέτης]], ου, [epic for [[εὐμενής]],]<br />a well-wisher, εὐμενέτῃσι (epic dat. pl.) Od.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐμενέτης Medium diacritics: εὐμενέτης Low diacritics: ευμενέτης Capitals: ΕΥΜΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: eumenétēs Transliteration B: eumenetēs Transliteration C: evmenetis Beta Code: eu)mene/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, poet. for εὐμενής, well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. εὐμενέτειρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενέτης: ου adj. Hom. = εὐμενής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.

English (Autenrieth)

= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).

Greek Monolingual

εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].

Greek Monotonic

εὐμενέτης: -ου, ὁ, Επικ. αντί εὐμενής, ειλικρινής φίλος, οπαδός, καλοθελητής, εὐμενέτῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐμενέτης, ου, [epic for εὐμενής,]
a well-wisher, εὐμενέτῃσι (epic dat. pl.) Od.