εὔπλαστος: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма гибкий]], [[очень податливый]] ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный к творчеству]], [[творческий]] (οἱ εὐφυεῖς Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:21, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12. 2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.
German (Pape)
[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλαστος:
1) весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2) способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].