θανατοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θανατηφόρος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θανατηφόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' Aesch. = [[θανατηφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' -ον, = [[θανατηφόρος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' -ον, = [[θανατηφόρος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' Aesch. = [[θανατηφόρος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θᾰνᾰτο-[[φόρος]], ον = [[θανατηφόρος]], Aesch.]
|mdlsjtxt=θᾰνᾰτο-[[φόρος]], ον = [[θανατηφόρος]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτοφόρος Medium diacritics: θανατοφόρος Low diacritics: θανατοφόρος Capitals: ΘΑΝΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thanatophóros Transliteration B: thanatophoros Transliteration C: thanatoforos Beta Code: qanatofo/ros

English (LSJ)

ον,= θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θανατηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.

Greek Monolingual

θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθο-φόρος, καρπο-φόρος.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θᾰνᾰτο-φόρος, ον = θανατηφόρος, Aesch.]