θηλυμανής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); [[ὄτοβος]] κροτάλων Antimach. (IX, 321).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); [[ὄτοβος]] κροτάλων Antimach. (IX, 321).
}}
{{elru
|elrutext='''θηλῠμᾰνής:''' [[сведенный с ума женщинами]], [[страстно влюбленный в женщин]] (πόθοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θηλυμανής]], -ές)<br />(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί σε [[μανία]] τις γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>μάνην</i>, παθ. αόρ. β' του [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναιμανής]], [[θεομανής]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θηλυμανής]], -ές)<br />(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί σε [[μανία]] τις γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>μάνην</i>, παθ. αόρ. β' του [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναιμανής]], [[θεομανής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηλῠμᾰνής:''' [[сведенный с ума женщинами]], [[страстно влюбленный в женщин]] (πόθοι Anth.).
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμᾰνής Medium diacritics: θηλυμανής Low diacritics: θηλυμανής Capitals: ΘΗΛΥΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thēlymanḗs Transliteration B: thēlymanēs Transliteration C: thilymanis Beta Code: qhlumanh/s

English (LSJ)

ές, A mad after women, AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, ἵπποι θ. LXXJe.5.8. II Act., maddening women, κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.Eleg.17:—hence θηλυμανία, ἡ, Sch.Opp.H.1.536, Cat.Cod.Astr. 2.177.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).

Russian (Dvoretsky)

θηλῠμᾰνής: сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυμᾰνής: -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων αὐτόθι 321.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θηλυμανής, -ές)
(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες
αρχ.
αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μανής (< ε-μάνην, παθ. αόρ. β' του μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, θεομανής].