θρόνωσις: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de faire asseoir (<i>cérémonie d'initiation aux mystères des Corybantes</i>).<br />'''Étymologie:''' [[θρονόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de faire asseoir (<i>cérémonie d'initiation aux mystères des Corybantes</i>).<br />'''Étymologie:''' [[θρονόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρόνωσις:''' εως ἡ [[троноз]], [[усаживание]] (обряд посвящения в число корибантов: посвящаемого усаживали на особый [[θρόνος]], и вокруг него устраивалась священная пляска членов братства) Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρόνωσις:''' -εως, ἡ, ο [[ενθρονισμός]] των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ. | |lsmtext='''θρόνωσις:''' -εως, ἡ, ο [[ενθρονισμός]] των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θρόνωσις]], εως [from [[θρόνος]]<br />the enthronement of the [[newly]] [[initiated]] at the mysteries, Plat. | |mdlsjtxt=[[θρόνωσις]], εως [from [[θρόνος]]<br />the enthronement of the [[newly]] [[initiated]] at the mysteries, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ,= θρονισμός, enthronement of the newly initiated, at the mysteries of the Corybantes, Pl.Euthd.277d.
German (Pape)
[Seite 1220] ἡ, das auf den Stuhl Setzen; Plat. Euthyd. 277 d θρόνωσιν ποιεῖν περὶ τοῦτον, ὃν ἂν μέλλωσι τελεῖν, von der Aufnahme in die korybantischen Mysterien; der Aufgenommene wurde auf einen Stuhl gesetzt u. von den Korybanten umtanzt.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire asseoir (cérémonie d'initiation aux mystères des Corybantes).
Étymologie: θρονόω.
Russian (Dvoretsky)
θρόνωσις: εως ἡ троноз, усаживание (обряд посвящения в число корибантов: посвящаемого усаживали на особый θρόνος, и вокруг него устраивалась священная пляска членов братства) Plat.
Greek (Liddell-Scott)
θρόνωσις: -εως, ἡ, = θρονισμός, ὁ ἐνθρονισμὸς τῶν νεωστὶ μυηθέντων εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κορυβάντων, Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 116.
Greek Monolingual
θρόνωσις, ἡ (Α) θρονούμαι
ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων.
Greek Monotonic
θρόνωσις: -εως, ἡ, ο ενθρονισμός των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ.
Middle Liddell
θρόνωσις, εως [from θρόνος
the enthronement of the newly initiated at the mysteries, Plat.