θημών: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />tas de blé, meule de paille.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser, placer, v. [[τίθημι]].
|btext=όνος (ὁ) :<br />tas de blé, meule de paille.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser, placer, v. [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θημών:''' ώνος ὁ куча, груда ([[ἠΐων]] καρφαλέων Hom.; ἀχύρων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θημών:''' -ῶνος, ὁ ([[τίθημι]]), [[σωρός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θημών:''' -ῶνος, ὁ ([[τίθημι]]), [[σωρός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θημών:''' ώνος ὁ куча, груда ([[ἠΐων]] καρφαλέων Hom.; ἀχύρων Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θημών]], ῶνος, [[τίθημι]]<br />a [[heap]], Od.
|mdlsjtxt=[[θημών]], ῶνος, [[τίθημι]]<br />a [[heap]], Od.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θημών Medium diacritics: θημών Low diacritics: θημών Capitals: ΘΗΜΩΝ
Transliteration A: thēmṓn Transliteration B: thēmōn Transliteration C: thimon Beta Code: qhmw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (τίθημι) heap, ἠΐων θημῶνα… καρφαλέων Od.5.368; θ. ἀχύρων Arist.Mete.344a26; θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97.

German (Pape)

[Seite 1208] ῶνος, ὁ, das Zusammengelegte (τίθημι), der Haufen, nach Eust. eigtl. vom Korn, ἠΐων καρφαλέων Od. 5, 368; ἀχύρων Arist. Meteor. 1, 7, Sp., wie Opp. H. 4, 496. Vgl. θωμός.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
tas de blé, meule de paille.
Étymologie: R. Θε, poser, placer, v. τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θημών: ώνος ὁ куча, груда (ἠΐων καρφαλέων Hom.; ἀχύρων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι) ὡς τὸ θωμός, σωρός, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε.368· θ. ἀχύρων Ἀριστ. μετεωρ. 1. 7, 5· θημῶνα νηῆσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 496, πρβλ. Φίλωνα 2. 629.

Greek Monolingual

θημών, ὁ (Α)
σωρός («ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»].

Greek Monotonic

θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι), σωρός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

θημών, ῶνος, τίθημι
a heap, Od.