θυρσομανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s'abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[μαίνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />qui s'abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[μαίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσομᾰνής:''' [[неистовствующий с тирсом в руках]] (sc. [[Βρόμιος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυρσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που τρελαίνεται με τον <i>θυρσύν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''θυρσομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), αυτός που τρελαίνεται με τον <i>θυρσύν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσομᾰνής:''' [[неистовствующий с тирсом в руках]] (sc. [[Βρόμιος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυρσο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br />he who raves with the [[thyrsus]], Eur.
|mdlsjtxt=θυρσο-μᾰνής, ές [[μαίνομαι]]<br />he who raves with the [[thyrsus]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσομᾰνής Medium diacritics: θυρσομανής Low diacritics: θυρσομανής Capitals: ΘΥΡΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thyrsomanḗs Transliteration B: thyrsomanēs Transliteration C: thyrsomanis Beta Code: qursomanh/s

English (LSJ)

ές, he who raves with the thyrsus, epithet of Bacchus, E.Ph.792 (lyr.), Orph.H.50.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus rasend, in bacchischer Begeisterung; Eur. Phoen. 798; Bacchus, Orph. H. 49, 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'abandonne à un transport bachique, le thyrse en main.
Étymologie: θύρσος, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

θυρσομᾰνής: неистовствующий с тирсом в руках (sc. Βρόμιος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσομᾰνής: -ές, ὁ μαινόμενος κρατῶν τὸν θύρσον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Φοίν. 792, Ὀρφ. Ὕμν. 49. 8.

Greek Monolingual

θυρσομανής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, ναρκομανής].

Greek Monotonic

θυρσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.

Middle Liddell

θυρσο-μᾰνής, ές μαίνομαι
he who raves with the thyrsus, Eur.