κατάκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />en précipice, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρημνός]].
|btext=ος, ον :<br />en précipice, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρημνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκρημνος:''' [[обрывистый]], [[крутой]] ([[χῶρος]] Batr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάκρημνος:''' -ον, [[απόκρημνος]], [[τραχύς]], [[απότομος]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''κατάκρημνος:''' -ον, [[απόκρημνος]], [[τραχύς]], [[απότομος]], σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκρημνος:''' [[обрывистый]], [[крутой]] ([[χῶρος]] Batr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατά]]-κρημνος, ον<br />[[steep]] and [[rugged]], Batr.
|mdlsjtxt=[[κατά]]-κρημνος, ον<br />[[steep]] and [[rugged]], Batr.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκρημνος Medium diacritics: κατάκρημνος Low diacritics: κατάκρημνος Capitals: ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: katákrēmnos Transliteration B: katakrēmnos Transliteration C: katakrimnos Beta Code: kata/krhmnos

English (LSJ)

ον, steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.

German (Pape)

[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.

Russian (Dvoretsky)

κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.

Greek Monolingual

κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].

Greek Monotonic

κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

κατά-κρημνος, ον
steep and rugged, Batr.