κενταύριον: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(20)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κενταύριον
|Medium diacritics=κενταύριον
|Low diacritics=κενταύριον
|Capitals=ΚΕΝΤΑΥΡΙΟΝ
|Transliteration A=kentaúrion
|Transliteration B=kentaurion
|Transliteration C=kentavrion
|Beta Code=kentau/rion
|Definition=v. [[κενταύρειον]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1417.png Seite 1417]] τό, auch [[κενταύρειον]], eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, auch κενταυρίη u. [[κενταυρίς]] genannt, Hippocr., Theophr., Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1417.png Seite 1417]] τό, auch [[κενταύρειον]], eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, auch κενταυρίη u. [[κενταυρίς]] genannt, Hippocr., Theophr., Diosc.
}}
{{elru
|elrutext='''κενταύριον:''' τό Plut. = [[κενταυρέα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κενταύριον]] Α και [[κενταύρειον]]) [[κένταυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους ερυθραία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] διακοσμητικών ή φαρμακευτικών [[φυτών]].
|mltxt=το (ΑΜ [[κενταύριον]] Α και [[κενταύρειον]]) [[κένταυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους ερυθραία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] διακοσμητικών ή φαρμακευτικών [[φυτών]].
}}
{{elnl
|elnltext=κενταύριον -ου, τό zie κενταύρειον.
}}
}}

Latest revision as of 13:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενταύριον Medium diacritics: κενταύριον Low diacritics: κενταύριον Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΟΝ
Transliteration A: kentaúrion Transliteration B: kentaurion Transliteration C: kentavrion Beta Code: kentau/rion

English (LSJ)

v. κενταύρειον.

German (Pape)

[Seite 1417] τό, auch κενταύρειον, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, auch κενταυρίη u. κενταυρίς genannt, Hippocr., Theophr., Diosc.

Russian (Dvoretsky)

κενταύριον: τό Plut. = κενταυρέα.

Greek (Liddell-Scott)

κενταύριον: εἶδος φυτοῦ, Λατ. centaureum (Λουκρήτ. 4. 124, Οὐεργ. Γεωρ. 4. 270), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 6· ἢ -ειον, τό, Σχολ. Νικ.· ὡσαύτως κενταυρίη, Ἱππ. 482. 35· -έα, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κενταύριον Α και κενταύρειον) κένταυρος
νεοελλ.
βοτ. άλλη ονομασία του γένους ερυθραία
μσν.-αρχ.
είδος διακοσμητικών ή φαρμακευτικών φυτών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενταύριον -ου, τό zie κενταύρειον.