κροτοθόρυβος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />bruyant applaudissement.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]], [[θόρυβος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />bruyant applaudissement.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]], [[θόρυβος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κροτοθόρῠβος:''' ὁ тж. pl. шумные рукоплескания Epicur. ap. Diog. L. et Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροτοθόρυβος]], ὁ (Α)<br />ο [[ήχος]] τών χειροκροτημάτων, ηχηρή [[επιδοκιμασία]] ή [[επικρότηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] <span style="color: red;">+</span> [[θόρυβος]], [[είδος]] επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου]. | |mltxt=[[κροτοθόρυβος]], ὁ (Α)<br />ο [[ήχος]] τών χειροκροτημάτων, ηχηρή [[επιδοκιμασία]] ή [[επικρότηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] <span style="color: red;">+</span> [[θόρυβος]], [[είδος]] επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, loud applause, Epicur.Fr.143, Plu.2.45f, 1117a, Eun.Hist.p.259 D.
German (Pape)
[Seite 1513] ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruyant applaudissement.
Étymologie: κρότος, θόρυβος.
Russian (Dvoretsky)
κροτοθόρῠβος: ὁ тж. pl. шумные рукоплескания Epicur. ap. Diog. L. et Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κροτοθόρῠβος: ὁ, ἠχηρὰ ἐπικρότησις, ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος θόρυβος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.
Greek Monolingual
κροτοθόρυβος, ὁ (Α)
ο ήχος τών χειροκροτημάτων, ηχηρή επιδοκιμασία ή επικρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος + θόρυβος, είδος επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου].