λαμπρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρός]], [[φωνή]].
|btext=ος, ον :<br />à la voix claire <i>ou</i> forte.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπρός]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπρόφωνος:''' [[обладающий ясным голосом]] Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμπρόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[λαμπρή]], καθαρή [[φωνή]], σε Δημ.
|lsmtext='''λαμπρόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[λαμπρή]], καθαρή [[φωνή]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπρόφωνος:''' [[обладающий ясным голосом]] Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπρόφωνος Medium diacritics: λαμπρόφωνος Low diacritics: λαμπρόφωνος Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: lampróphōnos Transliteration B: lamprophōnos Transliteration C: lamprofonos Beta Code: lampro/fwnos

English (LSJ)

ον,

A clear-voiced, Hp.Aër. 5, Plu.2.840a: Sup. λαμπρόφωνότατος D.18.313:—hence λαμπροφωνεύομαι, Hdn.Philet.p.436 P., Hsch. s.v. βαλανεύειν; and λαμπροφωνία, Ion. λαμπροφωνίη, ἡ, clearness and loudness of voice, Hdt.6.60.

German (Pape)

[Seite 13] mit heller, lauter Stimme, Dem. 18, 313 im superlat.; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρός, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

λαμπρόφωνος: обладающий ясным голосом Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόφωνος: -ον, ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· λαμπροφωνότατος Δημ. 329. 25· - ἐντεῦθεν λαμπροφωνέω, ἔχω καθαράν, ἠχηρὰν φωνήν, Ἐκκλ.· λαμπροφωνεύομαι, εἶμαι λαμπρόφωνος, = λαρυγγίζω, Αἰλίου Ἡρῳδιαν. Φιλέταιρος, ἐν τέλει τοῦ Μοίριδος, σ. 436 Piers· - καὶ λαμπροφωνία, Ἰων. -ίη, ἡ, εὐκρίνεια καὶ ἠχηρὸν τῆς φωνῆς, Ἡρόδ. 6. 60.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λαμπρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει λαμπρή, δυνατή φωνή («ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτής ἄριστος», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, καλλίφωνος.

Greek Monotonic

λαμπρόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λαμπρή, καθαρή φωνή, σε Δημ.

Middle Liddell

λαμπρό-φωνος, ον φωνή
clear-voiced, Dem.

English (Woodhouse)

clear-voiced

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)