λαθροπόδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />qui s'avance secrètement <i>ou</i> insensiblement.<br />'''Étymologie:''' [[λάθρᾳ]], [[πούς]].
|btext=(ὁ, ἡ)<br />qui s'avance secrètement <i>ou</i> insensiblement.<br />'''Étymologie:''' [[λάθρᾳ]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαθροπόδης:''' или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαθροπόδης:''' -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα [[κρυφά]], που έρπει, σε Ανθ.
|lsmtext='''λαθροπόδης:''' -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα [[κρυφά]], που έρπει, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λαθροπόδης:''' или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαθρο-πόδης, ου, ὁ, [[πούς]]<br />[[stealthy]]-paced, Anth.
|mdlsjtxt=λαθρο-πόδης, ου, ὁ, [[πούς]]<br />[[stealthy]]-paced, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαθροπόδης Medium diacritics: λαθροπόδης Low diacritics: λαθροπόδης Capitals: ΛΑΘΡΟΠΟΔΗΣ
Transliteration A: lathropódēs Transliteration B: lathropodēs Transliteration C: lathropodis Beta Code: laqropo/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, stealthy-paced, AP 9.409 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 6] oder λαθρόπους, -ποδος, heimlich gehend. schleichend, λαθροπόδας τόκους, Antiphan. ep. 3 (IX, 409), von den Zinsen, die allmälig das ganze Vermögen verzehren.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
qui s'avance secrètement ou insensiblement.
Étymologie: λάθρᾳ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

λαθροπόδης: или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαθροπόδης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως περιπατῶν, ἕρπων, Ἀνθ. Π. 9. 409.

Greek Monolingual

λαθροπόδης, ὁ (Α)
αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγο-πόδης].

Greek Monotonic

λαθροπόδης: -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα κρυφά, που έρπει, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαθρο-πόδης, ου, ὁ, πούς
stealthy-paced, Anth.