λεπτολογέω: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />disserter sur des riens : [[περί]] τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λεπτολογέομαι]], [[λεπτολογοῦμαι]] disserter subtilement : [[τι]] sur qch ; [[τι]] [[πρός]] τινα sur qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτολόγος]]. | |btext=-ῶ :<br />disserter sur des riens : [[περί]] τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[λεπτολογέομαι]], [[λεπτολογοῦμαι]] disserter subtilement : [[τι]] sur qch ; [[τι]] [[πρός]] τινα sur qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτολόγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτολογέω:''' тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, умствовать (τι Luc., περί τινος Sext.; med. τι πρός τινα Luc.): λ. καὶ περὶ καπνοῦ στενολεοχεῖν Arph. умствовать и пустословить. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεπτολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με την παραμικρή [[λεπτομέρεια]], [[λεπτολογώ]], [[ψειρίζω]], [[σοφιστεύομαι]], σε Αριστοφ.· [[λεπτολογέω]] τι, [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[λεπτομέρεια]], είμαι [[λεπτολόγος]], σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ. | |lsmtext='''λεπτολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] με την παραμικρή [[λεπτομέρεια]], [[λεπτολογώ]], [[ψειρίζω]], [[σοφιστεύομαι]], σε Αριστοφ.· [[λεπτολογέω]] τι, [[εξετάζω]] [[κάτι]] με [[λεπτομέρεια]], είμαι [[λεπτολόγος]], σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λεπτολογέω]], fut. -ήσω<br />to [[talk]] [[subtly]], to [[chop]] [[logic]], [[quibble]], Ar.; λ. τι to [[discuss]] in quibbling [[fashion]], Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. [from [[λεπτολόγος]] | |mdlsjtxt=[[λεπτολογέω]], fut. -ήσω<br />to [[talk]] [[subtly]], to [[chop]] [[logic]], [[quibble]], Ar.; λ. τι to [[discuss]] in quibbling [[fashion]], Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. [from [[λεπτολόγος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
speak subtly, chop logic, quibble, Ar.Nu.320; περί τινος S.E.M.1.65; λ. τι discuss in quibbling fashion, Luc.Bis Acc.34, D.C.55.28:—also in Med., Luc.Prom.Es6; τι πρός τινα Id.JConf. 10.
German (Pape)
[Seite 30] sein, genau reden, untersuchen, spitzfindig reden, mit verächtlicher Nebenbdtg, Ar. Nubb. 320 u. nach ihm Luc. Prometh. 6; pass., D. Cass. 55, 28; Nicom. arithm. 2, 28 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
disserter sur des riens : περί τινος épiloguer, disserter avec subtilité sur qch;
Moy. λεπτολογέομαι, λεπτολογοῦμαι disserter subtilement : τι sur qch ; τι πρός τινα sur qch contre qqn.
Étymologie: λεπτολόγος.
Russian (Dvoretsky)
λεπτολογέω: тж. med. пускаться в тонкие рассуждения, умствовать (τι Luc., περί τινος Sext.; med. τι πρός τινα Luc.): λ. καὶ περὶ καπνοῦ στενολεοχεῖν Arph. умствовать и пустословить.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολογέω: ὁμιλῶ λεπτολόγως, κατατέμνω τὴν λογικήν, σοφιστεύομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 320· περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 65· λ. τι, σοφιστικῶς ἢ μὲ πολλὴν λεπτολογίαν ἐξετάζειν τι, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 34, Δίων Κ. 55. 28· - οὕτω καὶ λεπτολογέομαι, ἀποθ., Λουκ. Προμ. 6· τὶ πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 10.
Greek Monotonic
λεπτολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ με την παραμικρή λεπτομέρεια, λεπτολογώ, ψειρίζω, σοφιστεύομαι, σε Αριστοφ.· λεπτολογέω τι, εξετάζω κάτι με λεπτομέρεια, είμαι λεπτολόγος, σε Λουκ.· ομοίως, ως αποθ., λεπτολογέομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
λεπτολογέω, fut. -ήσω
to talk subtly, to chop logic, quibble, Ar.; λ. τι to discuss in quibbling fashion, Luc.:—so as Dep. λεπτολογέομαι, Luc. [from λεπτολόγος