λιθηλογής: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fait de pierres amassées.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[λέγω]]².
|btext=ής, ές :<br />fait de pierres amassées.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[λέγω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθηλογής:''' [[λέγω]] II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθηλογής:''' [[λέγω]] II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθη-λογής, ές [λέγω2]<br />built of stones, Anth.
|mdlsjtxt=λῐθη-λογής, ές [λέγω2]<br />built of stones, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθηλογής Medium diacritics: λιθηλογής Low diacritics: λιθηλογής Capitals: ΛΙΘΗΛΟΓΗΣ
Transliteration A: lithēlogḗs Transliteration B: lithēlogēs Transliteration C: lithilogis Beta Code: liqhlogh/s

English (LSJ)

ές, (λέγω (B) 1) built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].

Greek Monotonic

λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐθη-λογής, ές [λέγω2]
built of stones, Anth.