λινοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui pénètre dans les voiles <i>en parlant du vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui pénètre dans les voiles <i>en parlant du vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], πορεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνοπόρος:''' [[надувающий паруса]] (αὖραι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνοπόρος:''' [[надувающий паруса]] (αὖραι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐνο-[[πόρος]], ον<br />[[sail]]-[[wafting]], Eur.
|mdlsjtxt=λῐνο-[[πόρος]], ον<br />[[sail]]-[[wafting]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοπόρος Medium diacritics: λινοπόρος Low diacritics: λινοπόρος Capitals: ΛΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: linopóros Transliteration B: linoporos Transliteration C: linoporos Beta Code: linopo/ros

English (LSJ)

ον, sail-wafting, αὖραι E.IT410 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pénètre dans les voiles en parlant du vent.
Étymologie: λίνον, πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοπόρος: надувающий паруса (αὖραι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοπόρος: -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410.

Greek Monolingual

λινοπόρος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακροπόρος, οδοιπόρος.

Greek Monotonic

λῐνοπόρος: -ον, αυτός που φουσκώνει τα ιστία του πλοίου, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐνο-πόρος, ον
sail-wafting, Eur.