λοχαγία: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />commandement d'une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />commandement d'une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοχᾱγία:''' ион. λοχηγία ἡ командование лохом, должность или звание лохага Xen., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοχᾱγία:''' ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί <i>λοχηγία</i>, [[αξίωμα]] ή [[θέση]] του <i>λοχαγοῦ</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''λοχᾱγία:''' ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί <i>λοχηγία</i>, [[αξίωμα]] ή [[θέση]] του <i>λοχαγοῦ</i>, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λοχᾱγία, ἡ,<br />the [[rank]] or [[office]] of [[λοχαγός]], Xen. [doric and [[attic]] for λοχηγία,] | |mdlsjtxt=λοχᾱγία, ἡ,<br />the [[rank]] or [[office]] of [[λοχαγός]], Xen. [doric and [[attic]] for λοχηγία,] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Dor. for λοχηγία (also used in Att., v. λοχαγός) rank or office of λοχαγός, X.An.1.4.15, 3.1.30, Arist.Pol.1322b4 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
commandement d'une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.
Russian (Dvoretsky)
λοχᾱγία: ион. λοχηγία ἡ командование лохом, должность или звание лохага Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λοχᾱγία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγία ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., (ἴδε λοχαγός), τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ θέσις τοῦ λοχαγοῦ, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 14., 3. 1, 30.
Greek Monolingual
λοχαγία, ἡ (Α) λοχαγός
το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση του λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
λοχᾱγία: ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγία, αξίωμα ή θέση του λοχαγοῦ, σε Ξεν.
Middle Liddell
λοχᾱγία, ἡ,
the rank or office of λοχαγός, Xen. [doric and attic for λοχηγία,]