οἴκοθι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[οἴκοι]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], -θι.
|btext=<i>c.</i> [[οἴκοι]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], -θι.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴκοθῐ:''' эп. adv. = [[οἴκοι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴκοθῐ:''' Επικ. αντί [[οἴκοι]], επίρρ., στο [[σπίτι]], κατ' οίκον, σε Όμηρ.
|lsmtext='''οἴκοθῐ:''' Επικ. αντί [[οἴκοι]], επίρρ., στο [[σπίτι]], κατ' οίκον, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴκοθῐ:''' эп. adv. = [[οἴκοι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for [[οἴκοι]]<br />at [[home]], Hom.
|mdlsjtxt=[epic for [[οἴκοι]]<br />at [[home]], Hom.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκοθῐ Medium diacritics: οἴκοθι Low diacritics: οίκοθι Capitals: ΟΙΚΟΘΙ
Transliteration A: oíkothi Transliteration B: oikothi Transliteration C: oikothi Beta Code: oi)/koqi

English (LSJ)

Ep. for οἴκοι, Adv. at home, ὥς τις… βέλος καὶ οἴ. πέσσῃ Il.8.513; εἰ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ' Ὀδυσσεύς Od.19.237; τοιαῦτα .. οἴ. κεῖται 21.398.

French (Bailly abrégé)

c. οἴκοι.
Étymologie: οἶκος, -θι.

Russian (Dvoretsky)

οἴκοθῐ: эп. adv. = οἴκοι.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκοθῐ: Ἐπικ. ἀντὶ οἴκοι, ὡς ὅθι, πόθι ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... βέλος καὶ οἴκοθι πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον μέρος, δηλ. τὸ τραῦμα, Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].

English (Autenrieth)

and οἴκοι: at home.

Greek Monolingual

οἴκοθι (Α)
επίρρ. (επικ. τ.) οίκοι, κατ' οίκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. θύρα-θι, ουρανό-θι)].

Greek Monotonic

οἴκοθῐ: Επικ. αντί οἴκοι, επίρρ., στο σπίτι, κατ' οίκον, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[epic for οἴκοι
at home, Hom.