μαγάς: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος (ἡ) :<br />chevalet de la cithare.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μάγαδις]]. | |btext=άδος (ἡ) :<br />chevalet de la cithare.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μάγαδις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰγάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ = [[μαγάδιον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰγάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ, [[καβαλάρης]] ([[εξάρτημα]] που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. [[pons]]. | |lsmtext='''μᾰγάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ, [[καβαλάρης]] ([[εξάρτημα]] που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. [[pons]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />the [[bridge]] of the [[cithara]], Lat. [[pons]]. | |mdlsjtxt=<br />the [[bridge]] of the [[cithara]], Lat. [[pons]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, bridge of the cithara, Ptol.Harm.1.8, 2.16, Philostr. VS1.7.1, 1.21.3, Hsch.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
chevalet de la cithare.
Étymologie: DELG μάγαδις.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγάς: άδος (ᾰδ) ἡ = μαγάδιον.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγάς: -άδος, ἡ, ἡ γέφυρα ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. ὑπολύριος), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. μαγάδιον.
Greek Monolingual
μαγάς, -άδος, ἡ(Α)
ξύλινο εξάρτημα της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῖς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις].
Greek Monotonic
μᾰγάς: -άδος[ᾰ], ἡ, καβαλάρης (εξάρτημα που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. pons.