μακρημερία: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />la saison des longs jours.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[ἡμέρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />la saison des longs jours.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μακρημερία:''' ион. [[μακρημερίη]] ἡ долгий, т. е. летний день Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρημερία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἡμέρα]]), [[περίοδος]] του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μακρημερία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἡμέρα]]), [[περίοδος]] του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρημερία:''' ион. [[μακρημερίη]] ἡ долгий, т. е. летний день Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μακρ-ημερία, ἡ, [[ἡμέρα]]<br />the [[season]] of [[long]] days, Hdt.
|mdlsjtxt=μακρ-ημερία, ἡ, [[ἡμέρα]]<br />the [[season]] of [[long]] days, Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρημερία Medium diacritics: μακρημερία Low diacritics: μακρημερία Capitals: ΜΑΚΡΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: makrēmería Transliteration B: makrēmeria Transliteration C: makrimeria Beta Code: makrhmeri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, the season of long days (in summer), Hdt. 4.86.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la saison des longs jours.
Étymologie: μακρός, ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

μακρημερία: ион. μακρημερίη ἡ долгий, т. е. летний день Her.

Greek (Liddell-Scott)

μακρημερία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν αἱ ἡμέραι εἶναι μακραί, Ἡρόδ. 4. 86.

Greek Monolingual

μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) μακρήμερος
η εποχή του έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος.

Greek Monotonic

μακρημερία: Ιων. -ίη, ἡ (ἡμέρα), περίοδος του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν μεγάλη διάρκεια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μακρ-ημερία, ἡ, ἡμέρα
the season of long days, Hdt.