μανιάς: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. aux trois genres</i>;<br />furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]].
|btext=άδος<br /><i>adj. aux trois genres</i>;<br />furieux.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰνιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f, тж. n бешеная, исступленная (νόσοι Soph.; [[λύσσα]] и λυσσήματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.
|lsmtext='''μᾰνιάς:''' -[[άδος]] ([[μανία]]), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., <i>μανιάσιν λυσσήμασι</i>, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰνιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f, тж. n бешеная, исступленная (νόσοι Soph.; [[λύσσα]] и λυσσήματα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰνιάς, άδος, [[μανία]]<br />[[raging]], [[frantic]], mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur.
|mdlsjtxt=μᾰνιάς, άδος, [[μανία]]<br />[[raging]], [[frantic]], mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιάς Medium diacritics: μανιάς Low diacritics: μανιάς Capitals: ΜΑΝΙΑΣ
Transliteration A: maniás Transliteration B: manias Transliteration C: manias Beta Code: mania/s

English (LSJ)

άδος, frantic, mad, μανιάσιν νόσοις S.Aj.59; λύσσας μανιάδος E.Or.327 (lyr.), cf. S.Fr.941.4: with neut. Subst. in dat. pl., μανιάσιν λυσσήμασι E.Or.270.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. aux trois genres;
furieux.
Étymologie: μανία.

Russian (Dvoretsky)

μᾰνιάς: άδος (ᾰδ) adj. f, тж. n бешеная, исступленная (νόσοι Soph.; λύσσα и λυσσήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιάς: -άδος, ἡ, (μανία) ἐμμανής, μαινόμενος, μανικός, μανιάσιν νόσοις Σοφ. Αἴ. 59· λύσσας μανιάδος Εὐρ. Ὀρ. 327· μετ’ οὐδ. οὐσιαστ. κατὰ δοτ. πληθ., μανιάσιν λυσσήμασι αὐτόθι 270.

Greek Monolingual

μανιάς, -άδος, ἡ (Α) ως επίθ. μανιώδης, εμμανής («μανιάσιν νόσοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν- του μαίνομαι + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σηπ-ιάς)].

Greek Monotonic

μᾰνιάς: -άδος (μανία), μανιασμένη, φρενητιώδης, τρελή, σε Σοφ.· με ουδ. ουσ., μανιάσιν λυσσήμασι, παράλογες κρίσεις μανίας, σε Ευρ.

Middle Liddell

μᾰνιάς, άδος, μανία
raging, frantic, mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur.