μεγαλήτωρ: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au grand cœur, au grand courage;<br /><b>2</b> fier, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἦτορ]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> au grand cœur, au grand courage;<br /><b>2</b> fier, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἦτορ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλήτωρ:''' ορος adj. мужественный, отважный ([[Πάτροκλος]], [[Ἐτεόκρητες]], [[θυμός]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλήτωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἦτορ]]), [[μεγαλόκαρδος]], ηρωϊκός, σε Όμηρ. | |lsmtext='''μεγᾰλήτωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἦτορ]]), [[μεγαλόκαρδος]], ηρωϊκός, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἦτορ]]<br />[[great]]-hearted, [[heroic]], Hom. | |mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἦτορ]]<br />[[great]]-hearted, [[heroic]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, (ἦτορ) greathearted, Πάτροκλος Il.16.257; Κύκλωψ Od.10.200, cf. D.P.658, etc.: in Hom. always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν Il.9.629, Od.9.500, al.; μεγαλήτορες ὀργαί Pi.I.5(4).34.
German (Pape)
[Seite 105] ορος, großherzig, bes. von hohem Muthe; Hom. oft, von einzelnen Helden, z. B. Patroklos, Il. 16, 527, u. ganzen Völkern, Τρῶες, 21, 55 Od. 10, 200, auch θυμός, 9, 500, das muthige Herz; μεγαλήτορες ὀργαί, Pind. I. 4, 38; ἵπποι, Opp. Cyn. 4, 113, v.l. μεγαλήνορες.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 au grand cœur, au grand courage;
2 fier, orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἦτορ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλήτωρ: ορος adj. мужественный, отважный (Πάτροκλος, Ἐτεόκρητες, θυμός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ) μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγάθυμος, ἐπίθ. γενναίων ἀνδρῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ὅμ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Κ. 200· ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ πρὸς κύρια ὀνόματα πλὴν ἐν τῇ φράσει μεγαλήτορα θυμὸν Ἰλ. Ι. 629, Ὀδ. Ι. 500, κ. ἀλλ.: οὕτω, μεγαλήτορες ὀργαὶ Πινδ. Ι. 5 (4), 44.
English (Autenrieth)
English (Slater)
μεγᾰλήτωρ great hearted ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (I. 5.34)
Greek Monolingual
μεγαλήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (ΑM)
μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)].
Greek Monotonic
μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ), μεγαλόκαρδος, ηρωϊκός, σε Όμηρ.