μητροφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souille sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[φθείρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui souille sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[φθείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητροφθόρος:''' [[губящий свою мать]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητροφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, σε Ανθ.
|lsmtext='''μητροφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητροφθόρος:''' [[губящий свою мать]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[mother]]-murdering, Anth.
|mdlsjtxt=μητρο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[mother]]-murdering, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφθόρος Medium diacritics: μητροφθόρος Low diacritics: μητροφθόρος Capitals: ΜΗΤΡΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: mētrophthóros Transliteration B: mētrophthoros Transliteration C: mitrofthoros Beta Code: mhtrofqo/ros

English (LSJ)

ον, defiling one's mother, AP9.498, Agath.2.31.

German (Pape)

[Seite 180] die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souille sa mère.
Étymologie: μήτηρ, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

μητροφθόρος: губящий свою мать Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφθόρος: -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, μητροκτόνος, Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετὰ τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.

Greek Monolingual

μητροφθόρος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος
2. αυτός που έρχεται σε σαρκική μίξη με τη μητέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.

Greek Monotonic

μητροφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που φονεύει τη μητέρα του, σε Ανθ.

Middle Liddell

μητρο-φθόρος, ον φθείρω
mother-murdering, Anth.