μισθοφορικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
|btext=ή, όν :<br />de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοφορικός:''' [[наемный]] (δυνάμεις Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μισθοφορικός]], -ή, -όν) [[μισθοφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική [[αμοιβή]]» β. «μισθοφορικό [[στράτευμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθοφορικόν</i><br />α) [[στράτευμα]] το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους<br />β) το [[σύνολο]] τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι<br />γ) [[μισθός]] μισθοφόρων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μισθοφορική γῆ» — [[περιοχή]] η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθοφορικώς</i> (Α)<br />με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μισθοφορικός]], -ή, -όν) [[μισθοφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική [[αμοιβή]]» β. «μισθοφορικό [[στράτευμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθοφορικόν</i><br />α) [[στράτευμα]] το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους<br />β) το [[σύνολο]] τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι<br />γ) [[μισθός]] μισθοφόρων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μισθοφορική γῆ» — [[περιοχή]] η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθοφορικώς</i> (Α)<br />με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοφορικός:''' [[наемный]] (δυνάμεις Polyb.).
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορικός Medium diacritics: μισθοφορικός Low diacritics: μισθοφορικός Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: misthophorikós Transliteration B: misthophorikos Transliteration C: misthoforikos Beta Code: misqoforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, mercenary, δυνάμεις Plb.1.67.4; τὸ μ., = οἱ μισθοφόροι, Plu.Art.4; also, the pay of mercenaries, J.AJ12.2.3; μ. γῆ land assigned to μισθοφόροι, prob. in PLond.3.604B248 (i A.D.). Adv. -κῶς Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 191] ή, όν, den Lohnarbeiter, Söldner betreffend; μισθοφορικαὶ δυνάμεις, Söldnertruppen, Pol. 1, 67, 4; τὸ μισθοφορικόν, das Söldnerheer, Plut. Artax. 4; Luc. Dem. encom. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.
Étymologie: μισθοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφορικός: наемный (δυνάμεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορικός: -ή, -όν, εἰς μισθοφόρον ἀνήκων, δυνάμεις Πολύβ. 1. 67, 4· τὸ μ. = οἱ μισθοφόροι, Πλουτ. Ἀρτοξ. 4· ὡσαύτως, ὁ μισθὸς τῶν μισθοφόρων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 3. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δϳ, 51.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μισθοφορικός, -ή, -όν) μισθοφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόν
α) στράτευμα το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους
β) το σύνολο τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι
γ) μισθός μισθοφόρων
2. φρ. «μισθοφορική γῆ» — περιοχή η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους.
επίρρ...
μισθοφορικώς (Α)
με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.