μονοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'un doigt.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοδάκτῠλος:''' [[с одним пальцем]], [[однопалый]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει μόνο ένα [[δάκτυλο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μονοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει μόνο ένα [[δάκτυλο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονοδάκτῠλος:''' [[с одним пальцем]], [[однопалый]] Luc.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοδάκτῠλος Medium diacritics: μονοδάκτυλος Low diacritics: μονοδάκτυλος Capitals: ΜΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: monodáktylos Transliteration B: monodaktylos Transliteration C: monodaktylos Beta Code: monoda/ktulos

English (LSJ)

ον, one-fingered, one-toed, Luc.VH1.23.

German (Pape)

[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu'un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

μονοδάκτῠλος: с одним пальцем, однопалый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.

Greek Monotonic

μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.