μορφώτρια: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />qui donne une forme.<br />'''Étymologie:''' [[μορφόω]]. | |btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />qui donne une forme.<br />'''Étymologie:''' [[μορφόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μορφώτρια:''' ἡ изменяющая форму: ἡ συῶν μ. [[Κίρκη]] Eur. Кирка, превращающая (людей) в свиней. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μορφώτρια:''' ἡ ([[μορφόω]]), συῶν [[μορφώτρια]], αυτή που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια, σε Ευρ. | |lsmtext='''μορφώτρια:''' ἡ ([[μορφόω]]), συῶν [[μορφώτρια]], αυτή που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μορφώτρια]], ἡ, [[μορφόω]]<br />συῶν μ. changing men [[into]] [[swine]], Eur. | |mdlsjtxt=[[μορφώτρια]], ἡ, [[μορφόω]]<br />συῶν μ. changing men [[into]] [[swine]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, fem. as if from *μορφωτήρ, συῶν μ. changing men into swine, E.Tr.437.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, (fem. zu μορφωτήρ), Bildnerinn; συῶν, Eur. Troad. 437.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui donne une forme.
Étymologie: μορφόω.
Russian (Dvoretsky)
μορφώτρια: ἡ изменяющая форму: ἡ συῶν μ. Κίρκη Eur. Кирка, превращающая (людей) в свиней.
Greek (Liddell-Scott)
μορφώτρια: ἡ, θηλ. ὡς ἐξ ἀρσ. μορφωτήρ, ἡ συῶν φορφώτρια Κίρκη, ἡ μεταμορφοῦσα τοὺς ἄνδρας εἰς χοίρους Κίρκη, Εὐρ. Τρῳ. 437.
Greek Monolingual
μορφώτρια, ἡ (Α)
(για την Κίρκη) αυτή που μεταμορφώνει («Λιγυστίς θ'ἡ συῶν μορφώτρια Κίρκη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του αμάρτυρου μορφωτήρ (< μορφῶ)].
Greek Monotonic
μορφώτρια: ἡ (μορφόω), συῶν μορφώτρια, αυτή που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια, σε Ευρ.