νήστης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] ὁ, der Fastende, sp. Form für [[νῆστις]], Matron Ath. III, 134 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] ὁ, der Fastende, sp. Form für [[νῆστις]], Matron Ath. III, 134 f.
}}
{{elru
|elrutext='''νήστης:''' ου adj. Arst. = [[νῆστις]] I, 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νήστης]], ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[νήστειρα]])<br />αυτός που νηστεύει, [[νηστευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νῆστις]] με κατάλ. -<i>της</i>. Ο τ. [[νήστειρα]] <span style="color: red;"><</span> [[νήστης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λῄστ</i>-<i>ειρα</i>, <i>μνήστ</i>-<i>ειρα</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[νήστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλώθει, που γνέθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> μελλ. <i>νήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καύσ</i>-<i>της</i>, <i>μύσ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νήστης]], ὁ (ΑΜ, Α θηλ. [[νήστειρα]])<br />αυτός που νηστεύει, [[νηστευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νῆστις]] με κατάλ. -<i>της</i>. Ο τ. [[νήστειρα]] <span style="color: red;"><</span> [[νήστης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λῄστ</i>-<i>ειρα</i>, <i>μνήστ</i>-<i>ειρα</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[νήστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλώθει, που γνέθει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> μελλ. <i>νήσω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καύσ</i>-<i>της</i>, <i>μύσ</i>-<i>της</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''νήστης:''' ου adj. Arst. = [[νῆστις]] I, 1.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήστης Medium diacritics: νήστης Low diacritics: νήστης Capitals: ΝΗΣΤΗΣ
Transliteration A: nḗstēs Transliteration B: nēstēs Transliteration C: nistis Beta Code: nh/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,
A one who is fasting, fasting, on an empty stomach, Semon.38, Arist.Fr.232, Matro Conv.10; ταῦτα νήστῃ δίδου πιεῖν POxy.1088.44 (i A.D.), cf. SIG1171.9 (Lebena), PLit.Lond. 171 (iii A.D.).
II = spinner, staminarius, Gloss.

German (Pape)

[Seite 254] ὁ, der Fastende, sp. Form für νῆστις, Matron Ath. III, 134 f.

Russian (Dvoretsky)

νήστης: ου adj. Arst. = νῆστις I, 1.

Greek (Liddell-Scott)

νήστης: -ου, ὁ, ὁ νηστεύων, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ νῆστις, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 223 Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F.

Spanish

que está en ayunas

Greek Monolingual

(I)
νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα)
αυτός που νηστεύει, νηστευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νῆστις με κατάλ. -της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα -ειρα (πρβλ. λῄστ-ειρα, μνήστ-ειρα)].
(II)
νήστης, ὁ (Α)
αυτός που κλώθει, που γνέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω «γνέθω» (πρβλ. μελλ. νήσω) + κατάλ. -της (πρβλ. καύσ-της, μύσ-της)].