νεωκορία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction de [[νεωκόρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />fonction de [[νεωκόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεωκορία:''' ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεωκορία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το [[αξίωμα]] του <i>νεωκόρου</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''νεωκορία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το [[αξίωμα]] του <i>νεωκόρου</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεωκορία:''' ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεωκορία]], ἡ, [from [[νεωκόρος]]<br />the [[office]] of a [[νεωκόρος]], Anth.
|mdlsjtxt=[[νεωκορία]], ἡ, [from [[νεωκόρος]]<br />the [[office]] of a [[νεωκόρος]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωκορία Medium diacritics: νεωκορία Low diacritics: νεωκορία Capitals: ΝΕΩΚΟΡΙΑ
Transliteration A: neōkoría Transliteration B: neōkoria Transliteration C: neokoria Beta Code: newkori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, office of a νεωκόρος, Ph.1.695, Plu.2.351e, IG14.1026, Man. 4.430 (pl.): written νεοκορεία in IGRom.3.584 (Sidyma).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de νεωκόρος.

Russian (Dvoretsky)

νεωκορία: ион. νεωκορίη ἡ должность или труд неокора, т. е. охрана храма Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεωκορία: Ἰων. -ίη, ἡ τὸ ὑπούργημα τοῦ νεωκόρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 256.

Greek Monolingual

η (Α νεωκορία και νεωκορεία και ιων. τ. νεωκορίη) νεωκόρος
το έργο και το καθήκον του νεωκόρου, η καθαριότητα, η φροντίδα του ναού.

Greek Monotonic

νεωκορία: Ιων. -ίη, ἡ, το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεωκορία, ἡ, [from νεωκόρος
the office of a νεωκόρος, Anth.