νομιστεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=être consacré par l'usage légal, avoir cours (monnaie).<br />'''Étymologie:''' [[νομιστός]].
|btext=être consacré par l'usage légal, avoir cours (monnaie).<br />'''Étymologie:''' [[νομιστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νομιστεύομαι:''' (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''νομιστεύομαι:''' (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νομιστεύομαι]],<br />Pass. to be [[current]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[νομιστεύομαι]],<br />Pass. to be [[current]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστεύομαι Medium diacritics: νομιστεύομαι Low diacritics: νομιστεύομαι Capitals: ΝΟΜΙΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: nomisteúomai Transliteration B: nomisteuomai Transliteration C: nomisteyomai Beta Code: nomisteu/omai

English (LSJ)

Pass., to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.

French (Bailly abrégé)

être consacré par l'usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.

Russian (Dvoretsky)

νομιστεύομαι: (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.

Greek Monotonic

νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

νομιστεύομαι,
Pass. to be current, Polyb.