νεόπηκτος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fraîchement caillé;<br /><b>2</b> de cuisson récente (brique).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fraîchement caillé;<br /><b>2</b> de cuisson récente (brique).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ. | |lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr. | |mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, fresh-curdled, τυρός Batr. 38; newly burnt, κεραμίς Hp. Mul. 2.206; newly built, θάλαμοι Hld. 6.11.
German (Pape)
[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
νεόπηκτος: недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой (τυρός Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύ-πηκτος, κρυσταλλό-πηκτος].
Greek Monotonic
νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.