νυκτίφαντος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτιφανής]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φαίνω]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτιφανής]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτίφαντος:''' (ῐ) являющийся по ночам ([[πρόπολος]] Ἐνοδίας Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτίφαντος:''' -ον, αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''νυκτίφαντος:''' -ον, αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. sq.): generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος· καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.
Greek Monolingual
νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό-φαντος].
Greek Monotonic
νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
νυκτί-φαντος, ον,
appearing by night, Aesch., Eur.