οὐδενόσωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne mérite aucune attention, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδείς]], [[ὤρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐδενόσωρος:''' [[ничтожный]], [[не стоящий внимания]] (τείχεα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐδενόσωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), αυτός που είναι [[ανάξιος]] να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''οὐδενόσωρος:''' -ον ([[ὤρα]]), αυτός που είναι [[ανάξιος]] να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐδενόσωρος:''' [[ничтожный]], [[не стоящий внимания]] (τείχεα Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οὐδενόσ-ωρος, ον, [ὤρα]<br />[[worth]] no [[notice]] or [[regard]], Il.
|mdlsjtxt=οὐδενόσ-ωρος, ον, [ὤρα]<br />[[worth]] no [[notice]] or [[regard]], Il.
}}
}}

Revision as of 15:01, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδενόσωρος Medium diacritics: οὐδενόσωρος Low diacritics: ουδενόσωρος Capitals: ΟΥΔΕΝΟΣΩΡΟΣ
Transliteration A: oudenósōros Transliteration B: oudenosōros Transliteration C: oudenosoros Beta Code: ou)deno/swros

English (LSJ)

ον, (ὤρα) worth no notice or regard, τείχεα… ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.

German (Pape)

[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne mérite aucune attention, méprisable.
Étymologie: οὐδείς, ὤρα.

Russian (Dvoretsky)

οὐδενόσωρος: ничтожный, не стоящий внимания (τείχεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».

Greek Monolingual

οὐδενόσωρος, -ον (Α)
ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].

Greek Monotonic

οὐδενόσωρος: -ον (ὤρα), αυτός που είναι ανάξιος να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

οὐδενόσ-ωρος, ον, [ὤρα]
worth no notice or regard, Il.