ξάντης: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.
}}
{{elru
|elrutext='''ξάντης:''' ου ὁ чесальщик шерсти Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ξάντρια]] (Α [[ξάντης]], θηλ. [[ξάντρια]]) [[ξαίνω]]<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] για την [[ξάνση]] του ερίου, [[λαναράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εργαλείο]] του λαναρίσματος, η [[λανάρα]], το [[λανάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ξάντριαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.
|mltxt=ο, θηλ. [[ξάντρια]] (Α [[ξάντης]], θηλ. [[ξάντρια]]) [[ξαίνω]]<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] για την [[ξάνση]] του ερίου, [[λαναράς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εργαλείο]] του λαναρίσματος, η [[λανάρα]], το [[λανάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ξάντριαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.
}}
{{elru
|elrutext='''ξάντης:''' ου ὁ чесальщик шерсти Plat.
}}
}}

Revision as of 15:02, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάντης Medium diacritics: ξάντης Low diacritics: ξάντης Capitals: ΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: xántēs Transliteration B: xantēs Transliteration C: ksantis Beta Code: ca/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, wool-carder, Pl.Plt.281a.

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.

Russian (Dvoretsky)

ξάντης: ου ὁ чесальщик шерсти Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ξάντης: ὁ, ὁ ξαίνων ἔρια, Πλάτ. Πολιτικ. 281Α.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξάντριαξάντης, θηλ. ξάντρια) ξαίνω
εργάτης ειδικός για την ξάνση του ερίου, λαναράς
νεοελλ.
το εργαλείο του λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.