οἰνοβρεχής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />mouillé de vin, saoul.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[βρέχω]].
|btext=ής, ές :<br />mouillé de vin, saoul.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[βρέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοβρεχής:''' напоенный вином, т. е. пьяный Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοβρεχής:''' -ές ([[βρέχω]]), ποτισμένος από [[κρασί]], [[πιωμένος]], μεθυσμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''οἰνοβρεχής:''' -ές ([[βρέχω]]), ποτισμένος από [[κρασί]], [[πιωμένος]], μεθυσμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοβρεχής:''' напоенный вином, т. е. пьяный Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνο-βρεχής, ές [[βρέχω]]<br />[[wine]]-soaked, [[drunken]], Anth.
|mdlsjtxt=οἰνο-βρεχής, ές [[βρέχω]]<br />[[wine]]-soaked, [[drunken]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβρεχής Medium diacritics: οἰνοβρεχής Low diacritics: οινοβρεχής Capitals: ΟΙΝΟΒΡΕΧΗΣ
Transliteration A: oinobrechḗs Transliteration B: oinobrechēs Transliteration C: oinovrechis Beta Code: oi)nobrexh/s

English (LSJ)

ές, wine-soaked, drunken, AP7.428.18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mouillé de vin, saoul.
Étymologie: οἶνος, βρέχω.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοβρεχής: напоенный вином, т. е. пьяный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.

Greek Monolingual

οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)
1. μεθυσμένος
2. διαποτισμένος με κρασίσεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια-βρεχής].

Greek Monotonic

οἰνοβρεχής: -ές (βρέχω), ποτισμένος από κρασί, πιωμένος, μεθυσμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰνο-βρεχής, ές βρέχω
wine-soaked, drunken, Anth.