παρώας: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(13_4) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroas | |Transliteration C=paroas | ||
|Beta Code=parw/as | |Beta Code=parw/as | ||
|Definition= | |Definition=v. [[παρείας]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] ὁ, eine dem Asklepios heilige Schlange, Ar. Plut. 640 Dem. 18, 260, auch [[παρωός]] u. [[παρείας]] geschrieben, Schneid. zu den Ecl. phys. p. 22. Auch ein Pferd von der Farbe dieser Schlange, Arist. H. A. 9, 45. S. [[παρωός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0529.png Seite 529]] ὁ, eine dem Asklepios heilige Schlange, Ar. Plut. 640 Dem. 18, 260, auch [[παρωός]] u. [[παρείας]] geschrieben, Schneid. zu den Ecl. phys. p. 22. Auch ein Pferd von der Farbe dieser Schlange, Arist. H. A. 9, 45. S. [[παρωός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰρώας:''' ου adj. каштановый, гнедой ([[ἵππος]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πᾰρώας''': ἴδε ἐν λέξ. [[παρείας]] ΙΙ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, θηλ. [[παρώα]] και [[παρόα]] και [[παρούα]] ἡ, Α<br />(για ίππο) [[καστανός]] («τὸ δὲ [[χρῶμα]] ἔχει [[μέσον]] τι τεφροῦ καὶ πυρροῦ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>παρῶα</i>, όπως [[επίσης]] και οι αιτ. <i>παρόαν</i>, <i>παρούαν</i> και <i>παραύαν</i>, που μαρτυρούνται σε πάπυρο, φαίνεται ότι αναφέρονται στο [[χρώμα]] του ερπετού [[παρείας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»). Δυσερμήνευτα προβλήματα [[ωστόσο]] γεννούν οι διαφορετικές ορθογραφήσεις τών τ. με -<i>ου</i>- (πιθ. σε μια [[προσπάθεια]] να συνδεθεί η λ. με το <i>οὖς</i>, <b>πρβλ.</b> [[παρειά]]), με -<i>ο</i>- και με -<i>ω</i>-]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:14, 3 October 2022
English (LSJ)
v. παρείας.
German (Pape)
[Seite 529] ὁ, eine dem Asklepios heilige Schlange, Ar. Plut. 640 Dem. 18, 260, auch παρωός u. παρείας geschrieben, Schneid. zu den Ecl. phys. p. 22. Auch ein Pferd von der Farbe dieser Schlange, Arist. H. A. 9, 45. S. παρωός.
Russian (Dvoretsky)
πᾰρώας: ου adj. каштановый, гнедой (ἵππος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰρώας: ἴδε ἐν λέξ. παρείας ΙΙ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α
(για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῦ καὶ πυρροῦ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται σε πάπυρο, φαίνεται ότι αναφέρονται στο χρώμα του ερπετού παρείας (< παρειαί «μάγουλα»). Δυσερμήνευτα προβλήματα ωστόσο γεννούν οι διαφορετικές ορθογραφήσεις τών τ. με -ου- (πιθ. σε μια προσπάθεια να συνδεθεί η λ. με το οὖς, πρβλ. παρειά), με -ο- και με -ω-].