περιέλευσις: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'aller autour.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, <i>f. de</i> [[περιέρχομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action d'aller autour.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, <i>f. de</i> [[περιέρχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιέλευσις:''' εως ἡ [[круговое движение]], [[круговращение]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το να περιέρχεται [[κανείς]] σε ένα [[μέρος]], να μετακινείται από [[σημείο]] σε [[σημείο]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἐλεύθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μέλλ. του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)]. | |mltxt=-εύσεως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> το να περιέρχεται [[κανείς]] σε ένα [[μέρος]], να μετακινείται από [[σημείο]] σε [[σημείο]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἐλεύθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μέλλ. του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις: gloss on περίοδος, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιέλευσις: εως ἡ круговое движение, круговращение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α
1. το να περιέρχεται κανείς σε ένα μέρος, να μετακινείται από σημείο σε σημείο
2. η περίοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔλευσις (< θ. ἐλεύθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. του ἐλεύθω «έρχομαι»)].